- ταχεωστί
- τᾰχεωστί, = foreg., Pherecr.239; cf. μεγαλωστί.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχεωστί — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. τί, κατά το μεγαλωστί] … Dictionary of Greek